- προσκατακλείω
- ΜΑ [κατακλείω]σφίγγω ακόμη περισσότερο τον κλοιό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκατεκλείσθην — προσκατακλείω shut up besides aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) προσκατακλείω shut up besides aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατακλείσῃς — προσκατακλείω shut up besides aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek